- δορίληπτος
- δορίληπτος και δουρίληπτος, -ον (Α)δοριάλωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δορίληπτος — won by the spear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίληπτον — δορίληπτος won by the spear masc/fem acc sg δορίληπτος won by the spear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρίληπτον — δορίληπτος won by the spear masc/fem acc sg (ionic) δορίληπτος won by the spear neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοριλήπτων — δορίληπτος won by the spear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίληπτα — δορίληπτος won by the spear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίληπτοι — δορίληπτος won by the spear masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρίληπτος — δορίληπτος won by the spear masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουρίληπτος — ον βλ. δορίληπτος … Dictionary of Greek
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek